- κοσμογραφίας
- κοσμογραφίᾱς , κοσμογραφίαdescription of the worldfem acc plκοσμογραφίᾱς , κοσμογραφίαdescription of the worldfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρτογραφία — Επιστήμη που αποβλέπει στην απεικόνιση επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός μέρους ή όλης της γήινης επιφάνειας. Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας… … Dictionary of Greek
Κορονέλι, Βιτσέντζο Μαρία — (Vincenzo MariaCoronelli, 1650 – 1718). Ιταλός γεωγράφος. Σπούδασε μαθηματικά και κοσμογραφία και διετέλεσε δημόσιος κοσμογράφος της Ενετικής δημοκρατίας. Ίδρυσε τον πρώτο περιηγητικό σύλλογο με την ονομασία Ακαδημία των Αργοναυτών και ταξίδεψε… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Μαγγελάνος, Φερδινάνδος — (Σαμπρόσα, Πορτογαλία 1480 – νήσος Μάταμ, Φιλιππίνες 1521). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Πορτογάλου θαλασσοπόρου Φερνάντο ντε Μαγκαλάες (πορτογαλ. Fernao de Magalhγes, ισπαν. Fernando de Magallanes). Αφού ταξίδεψε για πολλά χρόνια στη… … Dictionary of Greek
Μερκάτωρ, Γεράρδος — (Gerhardus Mercator, Ρουπελμόντε, Φλάνδρα 1512 – Ντούισμπουργκ 1594). Εκλατινισμένη ονομασία του Φλαμανδού χαρτογράφου και γεωγράφου Γκέρχαρντ Κρέμερ (Gerhard Kremer). Υπήρξε ο πρώτος που έδωσε μία συστηματοποίηση στις εκτεταμένες γεωγραφικές και … Dictionary of Greek
Φρίζι, Πάολο — (Frisi, Μελενιάνο 1729 – Μιλάνο 1784). Ιταλός μαθηματικός και αστρονόμος. Ήταν κληρικός και δίδασκε στην Παλατινή Σχολή του Μιλάνου. Υπήρξε ένας από τους αξιολογότερους αντιπροσώπους της φωτισμένης ομάδας του Μιλάνου και μέλος της Ιταλικής… … Dictionary of Greek